προγραμματίζω

προγραμματίζω
Ν
1. καταρτίζω σχέδιο, πρόγραμμα ενέργειας ή δράσης («πρέπει να προγραμματίσεις το διάβασμά σου για τις εξετάσεις»)
2. σχεδιάζω λεπτομερειακά μελλοντικές ενέργειες («θα προγραμματίσω από τώρα τις καλοκαιρινές διακοπές»)
3. τεχνολ. συντάσσω πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή
4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) προγραμματισμένος, -η, -ο
προσχεδιασμένος («προγραμματισμένη στάση εργασίας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόγραμμα, -ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στην Καλλιόπη Κεχαγιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προγραμματίζω — προγραμματίζω, προγραμμάτισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προγραμματισμός — Διατύπωση και εφαρμογή ενός προγράμματος ή σχεδίου εργασίας στα διάφορα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας· στην οικονομία, ένα σύνολο μέτρων, που αποβλέπουν στο να πλαισιώσουν την οικονομική εξέλιξη μιας χώρας μέσα σε ένα πρόγραμμα. Eκτός του… …   Dictionary of Greek

  • προγραμματιστής — ο, θηλ. προγραμματίστρια, Ν [προγραμματίζω] 1. αυτός που καταρτίζει πρόγραμμα και, ειδικότερα, ο ειδικός στην κατάρτιση προγραμμάτων για ηλεκτρονικό υπολογιστή 2. φρ. «ηλεκτρονικός προγραμματιστής» ηλεκτρονικό μηχάνημα που επεξεργάζεται… …   Dictionary of Greek

  • σχεδιάζω — ΝΜΑ, και σκεδιάζω Ν [σχέδιος / σχέδιο] νεοελλ. 1. χαράζω σχέδιο, απεικονίζω ένα αντικείμενο κυρίως με μολύβι πάνω σε επίπεδη επιφάνεια, σχεδιαγραφώ 2. μτφ. προτίθεμαι, προγραμματίζω, έχω κατά νου να κάνω κάτι («σχεδιάζει να παντρευτεί») 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • τεκμαίρομαι — ΝΜΑ (και ενεργ τακμαίρω Α [τέκμαρ] από ορισμένα σημεία πράγματα κρίνω, συνάγω συμπέρασμα για κάτι (α. «δεν τεκμαίρεται το άλλοθί του» β. «τὴν ἀνάστασιν ἐτεκμήραντο», Ευστ. γ. «προσβάσεις τεκμαίρεται πύργων ἄνω τε κάτω τε τείχη μετρῶν», Ευρ. δ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”