- προγραμματίζω
- Ν1. καταρτίζω σχέδιο, πρόγραμμα ενέργειας ή δράσης («πρέπει να προγραμματίσεις το διάβασμά σου για τις εξετάσεις»)2. σχεδιάζω λεπτομερειακά μελλοντικές ενέργειες («θα προγραμματίσω από τώρα τις καλοκαιρινές διακοπές»)3. τεχνολ. συντάσσω πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) προγραμματισμένος, -η, -οπροσχεδιασμένος («προγραμματισμένη στάση εργασίας»).[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόγραμμα, -ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στην Καλλιόπη Κεχαγιά].
Dictionary of Greek. 2013.